- λῃστάρχων
- λῄσταρχοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λῃσταρχῶν — λῃστάρχης chief of robbers masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)